- γιούχα
- 1. βπιφ. долой!, прочь!;
φωνάζω γιούχα — освистывать;
2. (τα) свист, шиканье;τον πήραν με τα γιούχα — его встретила свистом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωνάζω γιούχα — освистывать;
τον πήραν με τα γιούχα — его встретила свистом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιούχα — (επιφ. ή επίρρ.) 1. υβριστικό επιφώνημα αποδοκιμασίας, αντίθετο τού ζήτω 2. (πληθ. ως ουσ.) τα γιούχα οι γιουχαϊσμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuha] … Dictionary of Greek
γιούχα — (λ. τουρκ.), επιφών. αποδοκιμασίας (αντίθ. ζήτω): Γιούχα στους φονιάδες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουχαΐζω — και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα] αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα … Dictionary of Greek
γιουχαϊσμός — ο και γιουχάισμα, το θορυβώδης αποδοκιμασία με γιούχα … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
γιουχαΐζω — και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)